- ἀστυβοώτης
- ἀστυβοώτηςcryingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αστυβοώτης — ( ου), ο (Α) (για κήρυκα) αυτός που φωνάζει δυνατά μέσα στην πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ + βοώ ( άω). Ο τ. αστυβοώτης, που οφείλεται σε διέκταση (αντί του αστυβοήτης), οδηγεί στην υπόθεση ενός τ. *αστυβώτης (με ιωνική συναίρεση του οη σε ω )] … Dictionary of Greek
ἀστυβοώτην — ἀστυβοώτης crying masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άστυ — Τίτλος δύο εφημερίδων. 1. Εβδομαδιαία γελοιογραφική εφημερίδα που εκδιδόταν από το 1885 έως το 1889 στην Αθήνα πρώτα από τον Μπ. Άννινο και στη συνέχεια από τον Θ. Άννινο. Με την εφημερίδα αυτή συνεργάστηκαν κατά διαστήματα ο Γ. Σουρής, ο Δ.… … Dictionary of Greek